04 December 2007

Η πιστοποίηση ποιότητας στο χώρο των ξενόγλωσσων εκπαιδευτικών επιχειρήσεων (Β' μέρος)


Η πιστοποίηση ποιότητας στο χώρο των ξενόγλωσσων εκπαιδευτικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, οι παγίδες για πιστοποιημένες και μη επιχειρήσεις, η θέση της Ελλάδας και άλλων χωρών της ΕΕ απέναντι στον παράγοντα της πιστοποίησης. (Β' μέρος)

Σημείωση:
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μέρος της εισαγωγής του πονήματος του υπογράφοντος με τίτλο «Το εθνικό ψυχολογικό προφίλ του Έλληνα στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά – Προσόντα και δεξιότητες». Με σεβασμό στον διατιθέμενο χώρο της ELT News, που για πρώτη φορά το δημοσιεύει, θα ολοκληρωθεί σε δύο μέρη.

Στο προηγούμενο τεύχος (Α’ μέρος) αναπτύχθηκαν:
· ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ
· ΑΝΑΠΤΥΞΗ
o Ένα σύντομο ιστορικό της πιστοποίησης ποιότητας στην Ευρώπη

Β’ μέρος

Η πιστοποίηση ποιότητας στην εκπαίδευση

Η πιστοποίηση ποιότητας στην εκπαίδευση δεν έχει και ιδιαίτερα μεγάλη ιστορία ως καταναλωτικό προϊόν στην Ευρώπη. Ενώ στις Η.Π.Α. διαμορφώθηκαν από καιρό σώματα πιστοποίησης εκπαιδευτικής ποιότητας ad hoc, στην Ευρώπη τα μόνα παραδείγματα παρατηρήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό βέβαια, από μόνο του, αποτελεί πιθανώς ένδειξη του ότι η πιστοποίηση ποιότητας αποτελεί προϊόν καταναλωτικού και κεφαλαιοκρατικού ανταγωνιστικού φιλελεύθερου αγοραστικού προσανατολισμού. Στις υπόλοιπες χώρες το εκπαιδευτικό σύστημα περιχαρακωνόταν μόνο από τις τάσεις του κρατικού εκπαιδευτικού συστήματος, ενώ οι ιδιωτικές εκπαιδευτικές επιχειρήσεις υπόκειντο στους όρους που διέπουν το κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα ως προς τη νομιμότητα του εκπαιδευτικού προγράμματος, ενώ ως προς τη λειτουργία και τις προϋποθέσεις της παροχής καθ’ αυτής, συνήθως αρκούσαν οι κοινές επαγγελματικές άδειες και οι άδειες επιχειρηματικής λειτουργίας κατά τον κατά τόπους εμπορικό και αστικό κώδικα.

Από πολλά χρόνια στο Ηνωμένο Βασίλειο λειτουργούσαν δύο βασικά σχήματα πιστοποίησης εύρυθμης λειτουργίας και ποιότητας ξενόγλωσσων και μη εκπαιδευτικών επιχειρήσεων, ένα ο κώδικας του ABLS (Association of British Language Schools) και ένας ο κώδικας του πολύπαθου οργανισμού ARELS/British Council. Μόλις το 2004 η γραμματεία παιδείας του Ηνωμένου Βασιλείου άρχισε να διερευνά ποιος κώδικας θα μπορούσε να υιοθετηθεί ως επαρκής για την αδειοδότηση γενικώς ιδιωτικών εκπαιδευτικών επιχειρήσεων, γεγονός που δείχνει την επιτυχημένη και ρεαλιστική προσέγγιση των δύο ενώσεων στους στόχους τους.

Διάφοροι κώδικες προέκυψαν σε διευρωπαϊκό επίπεδο στα πλαίσια που αρκετά χρόνια πριν διάφοροι μεγαλοεταίροι δημιούργησαν το ISO. Πιο συγκεκριμένα, μεγάλες αλυσίδες ή δίκτυα (π.χ. BELL, International House, British Council, κλπ.), άρχισαν να δημιουργούν τις προϋποθέσεις αναγνωρισιμότητας και επέκτασης στα κράτη-μέλη της ΕΕ, με στόχο να «πιέσουν» τις μικρομικρές εκπαιδευτικές επιχειρήσεις στις κατά τόπους αγορές. Είναι περιττό, φυσικά, να αναφερθούμε στο στόχο ελέγχου της μεγαλύτερης αγοράς μικρών εκπαιδευτικών επιχειρήσεων στην Ευρώπη, την Ελλάδα, και την προφανή επιρροή που είχε σε νέα προς προσχώρηση στην ΕΕ κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, όπου το φαινόμενο των φροντιστηριακού τύπου μικρών εκπαιδευτικών επιχειρήσεων άρχισε να εξαπλώνεται.
Οι επιχειρήσεις πίσω από τους κώδικες αυτούς έκαναν εύστοχη χρήση της αναγνωρισιμότητάς τους, της ισχύος και επιρροής τους σε εκπαιδευτικούς επιτρόπους της ΕΕ, της δημιουργικής συμμετοχής τους σε ερευνητικά προγράμματα και όργανα της ΕΕ, και δημιούργησαν ένα μεγάλο δίκτυο συμμάχων σε όλες τις μικρότερες ή νεότερες χώρες, οργανώνοντάς τους, και έχοντας παράλληλα γνώση των αδυναμιών βιωσιμότητας των συγκεκριμένων επιχειρήσεων, οι οποίες ούτως ή άλλως τους συνέφεραν στην περίπτωση εμφάνισής τους στις νέες αγορές. Μιλάμε κοινώς για το επιχειρηματικό φαινόμενο του Δούρειου Ίππου.

Υπάρχουν δικαιολογημένες προσπάθειες των συλλογικών οργάνων τοπικών αγορών που έχουν συνασπιστεί με τους φορείς αυτούς, να δημιουργήσουν σχετικά διαφοροποιημένα σχήματα ελέγχου και πιστοποίησης ποιότητας για τις τοπικές τους αγορές, δεδομένου ότι γνωρίζουν τις ιδιομορφίες της αγοράς τους καλύτερα. Παρ’ όλα αυτά, απ’ ότι φαίνεται αυτές οι εξελίξεις έχουν «ερεθίσει» τους διεθνείς φορείς και την προοπτική που επιτρέπουν για επιβολή των μεγάλων οργανισμών-εμπνευστών τους, και έχουν αρχίσει «πολιτικού» τύπου προστριβές και ρήξεις μεταξύ των μελών.

Η θέση της ελληνικής κυβέρνησης στον παράγοντα της πιστοποίησης ποιότητας και προσόντων

Η ελληνική κυβέρνηση εδώ και πάνω από μισό αιώνα διατηρεί την ίδια θέση απέναντι σε οποιουδήποτε τύπου πιστοποίηση. Για να γίνω όμως πιο σαφής, θα πρέπει να μιλήσω για δύο ήδη πιστοποίησης:
Α) Η πιστοποίηση προσόντων ατόμων και επαγγελματιών
Β) Η πιστοποίηση επιχειρήσεων

Και στις δύο περιπτώσεις, η στάση της ελληνικής κυβέρνησης αντανακλά την εθνική μας ανασφάλεια, καχυποψία και όλα τα ψυχολογικά σύνδρομα, τα οποία θα πρέπει κάποια στιγμή να πάψουμε να αποδίδουμε στην οθωμανική κατοχή, μιας και αντίστοιχα σύνδρομα παρατηρούνται σε όλο το φάσμα της ελληνικής ιστορίας.

Ένας παράγοντας ή φορέας θεωρεί ότι χρειάζεται με κάποιο τυποποιημένο τρόπο να πιστοποιήσει τα προσόντα του ή την επάρκειά του, μόνο όταν νιώθει ότι δεν διαθέτει αρκετά μέσα ή επιχειρήματα για να τα αποδείξει έμπρακτα. Επίσης ένας παράγοντας ή φορέας νιώθει την ανάγκη να πιστοποιηθεί τυποποιημένα όταν υποπτεύεται ότι ο ελεγκτής, εξεταστής, εργοδότης ή πελάτης θα θεωρήσει την τεκμηρίωσή του ανεπαρκή, έστω και αν είναι επαρκής, είτε λόγω έλλειψης κριτηρίων, είτε κακόβουλα.
Κοινώς ο Έλληνας χρειάζεται αποδείξεις και επιχειρήματα. Αυτό φυσικά αντικατοπτρίζει όλη την ψυχοσύνθεσή του, ακόμη και σε μια συζήτηση, όπου όταν απαιτείται η ανάπτυξη επιχειρηματολογίας, ο Έλληνας μακρηγορεί και μπαίνει σε απίστευτες λεπτομέρειες, ακόμη και ως προς τα πλέον προφανή, από φόβο ότι δεν θα γίνει κατανοητός και έτσι δεν θα υποστηρίξει αρκετά τη θέση του.
Στην ανασφάλεια αυτή, φυσικά, μπορεί να κρύβεται και μια άδηλη αυτοϋπερεκτίμηση ή εγωπάθεια, η οποία να τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι απλά το άλλο μέρος είναι γνωστικά ή νοητικά ανεπαρκές για να τον καταλάβει.

Η πιστοποίηση, με βάση όλα τα παραπάνω, τόσο σε ατομικό, όσο και σε επιχειρηματικό επίπεδο, αποτέλεσε για την Ελλάδα κριτήριο-μονόδρομο. Η διαφορά είναι ότι λόγω έλλειψης τεχνογνωσίας, εθνικής ανασφάλειας και δυσκολιών ως προς την διοικητική υποστήριξη, η ελληνική κυβέρνηση πάντα κατέφευγε σε δανεισμένες, έτοιμες λύσεις, μη μαχητών ή διαπραγματεύσιμων ως προς το κύρος τους οργανισμών. Έτσι σε επίπεδο επιχειρηματικότητας το ΕΣΥΔ (Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης), το οποίο, παρεπιμπτόντως, λειτουργεί υπό το καθεστώς της ΑΕ δημοσίων συμφερόντων, έχει αποκλειστικά και αδιακρίτως υιοθετήσει οποιαδήποτε μεθοδολογία σχετίζεται με το ISO και αποκλειστικά και μόνο με αυτό.
Το ISO έχει αποδείξει την ουσιαστική του συμβολή στη βελτιστοποίηση των διαδικασιών παραγωγής, ειδικά σε υλικά προϊόντα σίτισης, ένδυσης, περιβαλλοντικής συμπεριφοράς και σε ζητήματα καταναλωτικής προστασίας. Παρ’ όλα αυτά, στο επίπεδο της παροχής υπηρεσιών είναι πρωτίστως αδύνατο να ορίσει κανείς την ποιότητα χωρίς εμπλοκή του καταναλωτή. Παράλληλα, η υπερτυποποίηση έχει αποδείξει ότι σε διαφορετικής φύσης υπηρεσίες συμβάλλει στην ανάπτυξη γραφειοκρατίας και στο τέλος η επιχείρηση αξιοποιεί το πιστοποιητικό μόνο ως μέσο προβολής, μιας και αρχίζει να παραλείπει επί της ουσίας μια μια της διαδικασίες τήρησης του κώδικα.
Σε επίπεδο ατομικής πιστοποίησης, π.χ. στους τομείς των ξένων γλωσσών και της πληροφορικής, το δημόσιο συμπλέει με τα πιστοποιητικά συγκεκριμένων ξένων πανεπιστημίων, όπως αυτά του Cambridge και του Michigan, ενώ στην πληροφορική αναγνωρίζει τα πιστοποιητικά διεθνών οργανισμών όπως τα ECDL, Microsoft, Cambridge, κλπ. Όπως και να είναι, το ελληνικό κράτος αναγνωρίζει «επισήμως» μεθοδολογίες πιστοποίησης και πιστοποιητικά με κριτήρια που αφορούν όχι κάποιες διεθνείς παραδοχές, αλλά τους κατά καιρούς επιστημονικούς συμβούλους των κατά καιρούς ΥΠΕΠΘ. Η ίδια η έννοια της αναγνώρισης είναι πανευρωπαϊκά πρωτοφανής, ειδικά ως προς τη βαρύτητά της στην επαγγελματική αποκατάσταση, τους διορισμούς στο δημόσιο, ή και το χαρακτηρισμό επαγγελματιών ως καθηγητές, συμβούλους, κλπ., όταν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες για κάτι τέτοιο απαιτείται τουλάχιστο πανεπιστημιακό πτυχίο και επιπλέον ειδικό πιστοποιητικό κατάρτισης και εξέτασης από δημόσιο φορέα. Φυσικά, το πρόβλημα στην Ελλάδα για όλα τα παραπάνω είναι ότι δεν υπάρχει δημόσιος φορέας με ικανή τεχνογνωσία και αυτοπεποίθηση να αξιολογήσει και να πιστοποιήσει και γι’ αυτό καταφεύγει στις εκάστοτε «αναγνωρίσεις».

Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτής της κατάστασης λοιπόν δεν είναι η πιστοποίηση, αλλά η αναγνώριση. Όπως γίνεται αντιληπτό απ’ όλα τα παραπάνω, η πιστοποίηση είναι παράγοντας θεμιτός και αποδεκτός όταν διενεργείται από ειδικούς, αν όχι εξειδικευμένους φορείς, οι οποίοι δεν «αναγνωρίζονται» από κανέναν, πέρα από την κοινή γνώμη και την καταναλωτική συμπεριφορά, η οποία θα επιβραβεύσει εκ του αποτελέσματος το έργο και το κύρος του φορέα.
Στην Ελλάδα παρ’ όλα αυτά, και μόνο η έννοια της «κρατικής αναγνώρισης» δημιουργεί πρώτον μια αποπροσανατολισμένη κουλτούρα στο κοινό, δεδομένου ότι αλλοιώνει τα κριτήρια και τους δείκτες εμπιστοσύνης, από την άλλη αποθαρρύνει τη συλλογικότητα ομοειδών φορέων που θα αναλύσουν τις ανάγκες του καταναλωτή, ούτως ώστε να προσδιορίσει με νηφαλιότητα την ταυτότητα της ποιότητας για κάθε προϊόν και υπηρεσία.

Εξάλλου, είναι πάσι γνωστό το οξύμωρο φαινόμενο των περισσότερων προσοντούχων στην Ευρώπη σε επίπεδο γλωσσομάθειας, αλλά με το μικρότερο δείκτη λειτουργικής χρήσης της ξένης γλώσσας, τόσο σε ακαδημαϊκό, όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο.

Η τυποποίηση και πιστοποίηση ποιότητας στο χώρο της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης, και δη της ιδιωτικής ξενόγλωσσης εκπαίδευσης, θα έπρεπε εξαρχής να είναι μια ιδιωτική υπόθεση, στηριγμένη σε δείκτες πελατειακής και μαθησιακής ικανοποίησης, και στο στόχο της τήρησης ενός υψηλού επιπέδου επιχειρηματικότητας και παροχής υπηρεσιών.

Έχω προβεί κατά καιρούς σε εισηγήσεις σε συλλογικά όργανα του κλάδου των φροντιστηρίων ξένων γλωσσών για δημιουργία αυστηρού κώδικα κριτηρίων. Η έλλειψη απόκρισης ενίσχυσε την υποψία, ότι οι εκπρόσωποι των οργάνων αυτών, ως Έλληνες πολίτες και οι ίδιοι, αναζητούσαν πρώτον το ποιος θα τους αναγνωρίσει (sic), δεύτερον απασχολούνταν με άλλα ζητήματα, συνδικαλιστικού ή πολιτικού περιεχομένου, ενώ προφανώς δεν είχε αναγνωριστεί η ανάγκη ουδετερότητας και διαιτητικής παρουσίας φορέα υποστήριξης.

Είναι πολύ σημαντικό να γίνει αντιληπτό ότι η πιστοποίηση ποιότητας ή προσόντων δεν μπορεί ες αεί να αποτελεί εργαλείο προβολής μόνο και μόνο γιατί το ελληνικό κράτος «αναγνωρίζει» κάποια χαρτιά. Η πιστοποίηση ποιότητας ή προσόντων αποκτά κύρος όταν πραγματικά εξυγιαίνει την επιχειρηματικότητα και την ποιότητα ζωής των επιχειρηματιών και επαγγελματιών, με τρόπους που έχουν τελικό αποδέκτη τον πελάτη με υψηλό βαθμό ικανοποίησης. Σ’ αυτή την περίπτωση, πελάτης μπορεί να είναι και ο εκάστοτε εργοδότης.

Ένας ρεαλιστικός κώδικας κριτηρίων, ο οποίος θα θέτει αυστηρές προϋποθέσεις τήρησης, από έναν φορέα που ξέρει τον εκάστοτε επαγγελματικό χώρο καλά, θα οδηγήσει στη συγκέντρωση ομοειδών «πιστοποιημένων» επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις αυτές οφείλουν να συνεργαστούν και να δημιουργήσουν ένα συλλογικό όργανο που θα προβάλλει τα οφέλη στον τελικό αποδέκτη και θα αναλάβει την πιστοποίηση και άλλων επιχειρήσεων, με τελικό στόχο την ανάπτυξη του κλάδου, όχι μόνο ποσοτικά, αλλά κυρίως ποιοτικά και ρεαλιστικά.

Το πιο σημαντικό είναι να μην τεθούν εκβιαστικά κριτήρια «αποκλεισμού» επιχειρήσεων από την αγορά με συντεχνιακή προσέγγιση. Αν πρόκειται να αποκλειστούν επιχειρήσεις, αυτό θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα μη σύγκλισής των με τα κριτήρια του κώδικα, ο οποίος θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν του επιστημονικές και επιχειρηματικές παραμέτρους, αλλά κυρίως τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς, καθώς και της αγοραστικής της δύναμης.

Κάθε άλλο κριτήριο γεωγραφικού ή ποιοτικού αποκλεισμού θα αποτελούσε πρόθεση για τη δημιουργία lobby, το οποίο προσωρινά μόνο μπορεί να δώσει συγκεκριμένα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.

No comments: